καλλιωρία

καλλιωρία
καλλιωρία, ἡ (Μ)
καλός καιρός, καλοκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ωρία (< -ωρος < ὥρα), πρβλ. α-ωρία, ευ-ωρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”